Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923

Η Ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (τουρκικά: nüfus mübadelesi) προήλθε από τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τούρκικων πληθυσμών που υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923 από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αφορούσε τουλάχιστον 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους (1.221.489 Έλληνες Ορθόδοξους από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τον Καύκασο, και 355.000 - 400.000 Μουσουλμάνους από την Ελλάδα),[1] οι περισσότεροι από τους οποίους έγιναν βίαια πρόσφυγες και de jure αποξενώθηκαν από τις πατρίδες τους.

Έγγραφο του 1914 που δείχνει τα επίσημα νούμερα της απογραφής του 1914 της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το σύνολο των μιλλέτ είναι 20.975.345 άτομα, με τον ελληνικό πληθυσμό στα 1.792.206 άτομα.

Στις 16 Μαρτίου 1922, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Γιουσούφ Κεμάλ Τενγκρισένκ είχε δηλώσει ότι «η κυβέρνηση της Άγκυρας τάσσεται σθεναρά υπέρ μιας λύσης που θα ικανοποιούσε την παγκόσμια κοινή γνώμη και θα εξασφάλιζε την ηρεμία στη χώρα της» και ότι «ήταν έτοιμη να δεχτεί την ιδέα της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των Μουσουλμάνων της Ελλάδας».[2][3] Τελικά το αρχικό αίτημα για ανταλλαγή πληθυσμών ήρθε, υπό πίεση, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο σε επιστολή που υπέβαλε στην Κοινωνία των Εθνών στις 16 Οκτωβρίου 1922, (η καταστροφή της Σμύρνης είχε λάβει χώρα μόλις ένα μήνα νωρίτερα) ως ένας τρόπος για την εξομάλυνση των σχέσεων, καθώς η πλειονότητα των επιζώντων Ελλήνων κατοίκων της Τουρκίας είχε καταφύγει από τις πρόσφατες σφαγές στην Ελλάδα μέχρι τότε. Ο Βενιζέλος πρότεινε μια «υποχρεωτική ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών» και ζήτησε από τον Φρίντγιοφ Νάνσεν να προβεί στις απαραίτητες ρυθμίσεις.[4] Το νέο κράτος της Τουρκίας οραματιζόταν επίσης την ανταλλαγή πληθυσμών ως έναν τρόπο να επισημοποιήσει και να μονιμοποιήσει τη φυγή των γηγενών ελληνικών ορθοδόξων πληθυσμών του, ενώ παράλληλα ξεκινούσε μια νέα έξοδο ενός μικρότερου αριθμού (400.000) μουσουλμάνων από την Ελλάδα ως έναν τρόπο να παρέχει εποίκους για τα νεοαποδημηθέντα ορθόδοξα χωριά της Τουρκίας - η Ελλάδα εν τω μεταξύ την είδε ως έναν τρόπο να παρέχει στους άκληρους ελληνορθόδοξους πρόσφυγες από την Τουρκία εδάφη των εκδιωχθέντων μουσουλμάνων.[5] Ο Norman M. Naimark ισχυρίστηκε ότι η συνθήκη αυτή ήταν το τελευταίο μέρος μιας εκστρατείας εθνοκάθαρσης για τη δημιουργία μιας εθνικά καθαρής πατρίδας για τους Τούρκους.[6] Η ιστορικός Dinah Shelton έγραψε ομοίως ότι «η Συνθήκη της Λωζάνης ολοκλήρωσε τη βίαιη μεταφορά των Ελλήνων της χώρας».[7]

Η πόλη-φάντασμα του Λιβίσι (Kayaköy) στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Αυτό το ελληνικό χωριό εγκαταλείφθηκε κατά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923.[8]

Αυτή η μεγάλη υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ή η συμφωνημένη αμοιβαία εκδίωξη, δεν βασίστηκε στη γλώσσα ή την εθνικότητα, αλλά στη θρησκευτική ταυτότητα, και αφορούσε σχεδόν όλους τους γηγενείς ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας (το ρωμαϊκό/βυζαντινό μιλλέτ), συμπεριλαμβανομένων ακόμη και αρμενοφώνων και τουρκόφωνων ορθόδοξων, και από την άλλη πλευρά τους περισσότερους γηγενείς μουσουλμάνους της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και ελληνόφωνων μουσουλμάνων, όπως οι Βαλαχάδες της Μακεδονίας και οι Τουρκοκρητικοί, αλλά και μουσουλμανικών ομάδων Ρομά.[9] Κάθε ομάδα ήταν ιθαγενείς, πολίτες, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και βετεράνοι, του κράτους που τους απέλασε, και καμία από τις δύο δεν είχε εκπροσώπηση στο κράτος που υποτίθεται ότι μιλούσε εκ μέρους τους στη συνθήκη ανταλλαγής.

Το Άρθρο 2 της Συμβάσεως εξαιρούσε από την ανταλλαγή τους «Έλληνορθόδοξους (Ρωμιούς) κατοίκους της Κωνσταντινούπολης», και τους «Μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης». Επίσης από την ανταλλαγή εξαιρούνταν, σύμφωνα με το Άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάνης, οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου.

Ιστορικό πλαίσιο Επεξεργασία

 
Κατανομή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας το 1910: Οι ομιλητές της δημοτικής ελληνικής γλώσσας με κίτρινο χρώμα, οι ομιλητές της ποντιακής ελληνικής γλώσσας με πορτοκαλί χρώμα και οι ομιλητές της καππαδοκικής ελληνικής γλώσσας με πράσινο χρώμα. Οι πόλεις εμφανίζονται ως κουκκίδες και οι πόλεις ως τετράγωνα.[10]

Η Ελληνοτουρκική ανταλλαγή ήταν αποτέλεσμα του Τουρκικού Πολέμου Ανεξαρτησίας. Μετά την είσοδο του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στην Σμύρνη (βλ. Καταστροφή της Σμύρνης), την οποία ακολούθησε η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 1 Νοεμβρίου του 1922, υπογράφηκε επίσημη συνθήκη ειρήνης με την Ελλάδα, κατόπιν μηνών διαπραγματεύσεων στη Λοζάνη, στις 24 Ιουλίου 1923. Δύο μήνες μετά τη συνθήκη, οι Σύμμαχοι παρέδωσαν την Κωνσταντινούπολη στους Εθνικιστές, σηματοδοτώντας την οριστική αναχώρηση των κατοχικών συμμαχικών δυνάμεων από την Ανατολία[11].

Στις 29 Οκτωβρίου 1923 η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση ανακοίνωσε την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, ένα κράτος το οποίο θα περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχε διεκδικήσει ο Κεμάλ Ατατούρκ στο Εθνικό Σύμφωνο του 1920[12].

Την κυβέρνηση του κράτους ανέλαβε το κόμμα του Μουσταφά Κεμάλ, το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο αργότερα έγινε το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Το τέλος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας έφερε νέα διοίκηση στην περιοχή, αλλά και προβλήματα με την δημογραφική αναδιάρθρωση των πόλεων, πολλές από τις οποίες είχαν εγκαταλειφθεί. Η ελληνική κατοχή και η άμυνα των Τούρκων εθνικιστών, είχαν αφήσει πολλές πόλεις της Τουρκίας λεηλατημένες και σε ερείπια.

 
Καραβάνι 5.000 Ρωμηών προσφύγων καθ' οδόν από το Χαρπούτ προς την Τραπεζούντα (Νοέμβριος 1922).

Με τους βαλκανικούς πολέμους, η Ελλάδα είχε σχεδόν διπλασιάσει την επικράτειά της, ενώ ο πληθυσμός είχε αυξηθεί από περίπου 2,7 εκατομμύρια σε 4,8 εκατομμύρια. Με τον νέο πληθυσμό, η αναλογία των ‘μειονοτήτων’ στην Ελλάδα αυξήθηκε στο 13%, και μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σε 20%. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτού ήταν Μουσουλμάνοι, αλλά όχι απαραίτητα ελληνικής εθνικότητας. Κατά τις διαβουλεύσεις στη Λοζάνη, το ερώτημα ποιος ακριβώς ήταν Έλληνας, Τούρκος ή Αλβανός, προέκυπτε συνέχεια. Οι Έλληνες και οι Αλβανοί αντιπρόσωποι προσδιόριζαν ότι οι Αλβανοί στην Ελλάδα, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ζούσαν στο βορειοδυτικό μέρος της χώρας, δεν ήταν τούρκικης εθνότητας, και διαφοροποιούνταν από τους Τούρκους (Οι Αλβανοί σε εκείνη την περιοχή περιελάμβαναν και Μουσουλμάνους και Ελληνορθόδοξους). Η κυβέρνηση της Άγκυρας ακόμα ανέμενε χιλιάδες «τουρκόφωνους» από την Τσαμουριά να φτάσουν στην Μικρά Ασία, για να εγκατασταθούν στις πόλεις Ερντέκ, Αϊβαλί, Μούγλα, Αττάλεια, Σενκιλέ, Μερσίνη και Άδανα. Τελικά οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να απελάσουν χιλιάδες Μουσουλμάνους από την περιοχή της Τσαμουριάς, μαζί με αμέτρητους άλλους από τη Λάρισα, Λαγκαδάς, Δράμα, Έδεσσα, Σέρρες, Φλώρινα, Κιλκίς, Καβάλα, Κρήτη και Θεσσαλονίκη. Μεταξύ του 1923 και 1930, η είσοδος αυτών των προσφύγων στην Τουρκία θα άλλαζε δραματικά την κοινωνία της Ανατολίας. Μέχρι το 1927 οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει στην περιφέρεια της Προύσας μόνο, 32.315 άτομα από την Ελλάδα.[12]

Ο δρόμος προς την ανταλλαγή Επεξεργασία

Σύμφωνα με κάποιες πηγές, η ανταλλαγή των πληθυσμών, αν και μπερδεμένη και επικίνδυνη κατάσταση για πολλούς, πραγματοποιήθηκε σχετικά γρήγορα από επιβλέποντες που τύγχαναν σεβασμού[13]. Αν ο σκοπός της ανταλλαγής ήταν η εθνική ομοιογένεια, τότε αυτή όντως είχε επιτευχτεί και από τις δύο πλευρές. Για παράδειγμα, το 1906 πάνω από το 80% του πληθυσμού της σημερινής Τουρκίας ήταν Μουσουλμάνοι. Μέχρι το 1927, μόνο το 2,6% ήταν μη-Μουσουλμάνοι[14] Ο αρχιτέκτονας της ανταλλαγής ήταν ο Φρίντγιοφ Νάνσεν, τον οποίον είχε επιφορτίσει με το έργο αυτό η Κοινωνία των Εθνών. Ως ο πρώτος ύπατος αρμοστής για τους πρόσφυγες, ο Νάνσεν σχεδίασε και επέβλεψε την ανταλλαγή, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα της Ελλάδας, της Τουρκίας, και άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Ως ταλαντούχος διπλωμάτης με εμπειρία στην μετακίνηση Ρώσων Αρμενίων και Ασσυρίων προσφύγων μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Νάνσεν είχε επίσης δημιουργήσει έναν νέο οδικό χάρτη εκτοπισμένων ατόμων του Πρώτου Παγκοσμίου. Είχε επιλεχτεί ως ο επικεφαλής των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1912, υπεύθυνος για το πρώτο βήμα στην ανταλλαγή πληθυσμού που θα εφαρμοζόταν και από τις δύο χώρες. Παρόλο που στην ιστορία δεν είχε πραγματοποιηθεί πριν ανταλλαγή τέτοιων διαστάσεων, η ανταλλαγή πληθυσμών δεν ήταν κάτι νέο, ειδικά στα Βαλκάνια. Σε μικρότερη κλίμακα η ιστορία είχε δει, για παράδειγμα, την εθελοντική Ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή πληθυσμών του 1919. Λόγω της ομόφωνης απόφασης από τις δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης, την Ελλάδα και την Τουρκία, ότι η προστασία των μειονοτήτων, όσον αφορούσε την εξέλιξη της έννοιας αυτής στην Ευρώπη, δεν θα αρκούσε για την καλυτέρευση των εντάσεων μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο, η ανταλλαγή πληθυσμών ήταν η μόνη βιώσιμη λύση[15].

Σύμφωνα με αντιπροσώπους από την Άγκυρα, η «καλυτέρευση της κατάστασης πολλών μειονοτήτων στην Τουρκία εξαρτιόταν πάνω απ’ όλα στον αποκλεισμό κάθε ξένης παρέμβασης και της πιθανότητας πρόκλησης έξωθεν». Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί πιο αποτελεσματικά με μια ανταλλαγή, και «οι καλύτερες εγγυήσεις για την ασφάλεια και την ανάπτυξη των μειονοτήτων που θα παρέμεναν μετά την ανταλλαγή θα ήταν εκείνες που θα παρείχαν οι νόμοι του κράτους, και η φιλελεύθερη πολιτική της Τουρκίας απέναντι σε όλους της κοινότητες, τα μέλη των οποίων δεν θα παρέκλιναν από τις υποχρεώσεις τους ως Τούρκοι πολίτες». Μια ανταλλαγή θα ήταν επίσης χρήσιμη σαν απάντηση στην βία στα Βαλκάνια. Υπήρχαν σε κάθε περίπτωση, «πάνω από ένα εκατομμύρια Τούρκοι χωρίς τροφή και καταφύγιο σε χώρες όπου ούτε η Ευρώπη, ούτε η Αμερική είχαν ή επρόκειτο να αποκτήσουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον».

Η ανταλλαγή πληθυσμών θεωρήθηκε ως η καλύτερη μορφή προστασίας των μειονοτήτων, καθώς και «η πιο δραστική και ανθρωπιστική λύση». Ο Νάνσεν πίστευε ότι αυτό που ήταν επί τάπητος στις διαπραγματεύσεις στη Λωζάνη δεν ήταν ο εθνικισμός, αλλά «ζήτημα που έχριζε άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης, με την μικρότερη δυνατή καθυστέρηση». Πίστευε επίσης ότι ο οικονομικός παράγοντας ήταν εκείνος που έχριζε της μεγαλύτερης προσοχής: «Μια τέτοια ανταλλαγή θα δώσει στην Τουρκία άμεσα και υπό τις καλύτερες συνθήκες τον απαραίτητο πληθυσμό για την εκμετάλλευση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων γης που άφησαν η Έλληνες που έφυγαν. Η αναχώρηση από την Ελλάδα των Μουσουλμάνων πολιτών της, θα δώσει την δυνατότητα αυτοσυντήρησης μεγάλου αριθμού προσφύγων, οι οποίοι τώρα είναι συγκεντρωμένοι σε πόλεις και μέρη ανά την Ελλάδα». Ο Νάνσεν αναγνώρισε ότι οι δυσκολίες ήταν τεράστιες, δεδομένου ότι η ανταλλαγή θα απαιτούσε τον εκτοπισμό πάνω από 1.000.000 ατόμων, και οι οποίες πρόεκυπταν όπως δήλωσε, «…ξεριζώνοντας αυτούς τους ανθρώπους από τις εστίες τους, μεταφέροντάς τους σε μια ξένη νέα χώρα,…καταγράφοντας, αξιολογώντας και αλλοτριώνοντας την περιουσία που άφησαν πίσω, και… αποδίδοντας σε αυτούς τις δίκαιες διεκδικήσεις από την αξία των περιουσιών τους»[15].

Η συμφωνία υποσχόταν ότι η περιουσία των μεταναστών θα διαφυλασσόταν, και ότι αυτοί θα μπορούσαν να μεταφέρουν ελεύθερα μαζί τους την όποια κινητή τους περιουσία. Απαιτούνταν επίσης η περιουσία που δεν θα μετακινούνταν να καταγραφεί σε καταλόγους, οι οποίες θα υποβαλλόταν και στις δύο κυβερνήσεις για τη φροντίδα των μελλοντικών αποζημιώσεων. Μετά τη σύσταση επιτροπής που θα ασχολούταν με την το ζήτημα της περιουσίας, κινητής και ακίνητης, αυτή η επιτροπή θα αποφάσιζε για το ποσό της αποζημίωσης που θα ελάμβαναν η δικαιούχοι για την ακίνητη περιουσία τους (σπίτια, αυτοκίνητα, γη κ. τ. λ.). Δινόταν επίσης η υπόσχεση ότι οι πρόσφυγες στον νέο τους τόπο εγκατάστασης, θα ελάμβαναν υπάρχοντα ίσης αξίας με αυτά που άφηναν πίσω. Η Ελλάδα και η Τουρκία θα υπολόγιζαν τα συνολικό μέγεθος των περιουσιών των προσφύγων, και η χώρα με τη διαφορά υπέρ της, θα απέδιδε αυτήν (τη διαφορά) στην άλλη χώρα. Όλη η περιουσία που θα έμενε στην Ελλάδα θα ανήκε στο ελληνικό κράτος, και όλη η περιουσία που θα έμενε στην Τουρκία, θα ανήκε στο τουρκικό κράτος. Λόγω της διαφορετικής φύσης των πληθυσμών, η περιουσία που άφησαν πίσω η ελληνική οικονομική ελίτ της Ανατολίας, ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που άφησαν πίσω οι Μουσουλμάνοι γεωργοί στην Ελλάδα[16].

Ο Νόρμαν Νάιμαρκ υποστήριξε ότι αυτή η σύμβαση ήταν το τελευταίο μέρος της προσπάθειας εθνικής εκκαθάρισης, για τη δημιουργία εθνικά καθαρής χώρας για τους Τούρκους[17]. Ομοίως, ο ιστορικός Ντίνα Σέλτον έγραψε ότι, «η Συνθήκη της Λοζάνης ολοκλήρωση την δια της βίας μεταφορά των Ελλήνων της χώρας (που ζούσαν στην Τουρκία)»[18].

Ο Λόρδος Κάρζον, ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών, είπε ότι ήταν πολύ απογοητευμένος ότι η λύση που δόθηκε ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, λύση καλή και σκληρή, για την οποία ο κόσμος θα πλήρωνε το τίμημα για εκατοντάδες χρόνια, και απεχθανόταν το να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτήν τη λύση. Αλλά το να λέγεται ότι ήταν πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν γελοίο. Ήταν λύση που επιβλήθηκε από την τουρκική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να αποβάλλει αυτούς τους ανθρώπους από την τουρκική επικράτεια.[19]

Προσφυγικοί καταυλισμοί Επεξεργασία

 
Ελληνόπαιδες και Αρμενόπαιδες πρόσφυγες στην Αθήνα (1923).

Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων δεν είχε κάποιο χρήσιμο πλάνο για την επανεγκατάσταση των προσφύγων. Έχοντας έρθει στην Ελλάδα για την εγκατάσταση των προσφύγων, η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα στατιστικό στοιχείο ούτε για τον αριθμό των προσφύγων, ούτε για τον αριθμό των προς διάθεση εκτάσεων. Μέχρι την άφιξή της, η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη εγκαταστήσει προσωρινώς 72.581 αγροτικές οικογένειες, σχεδόν αποκλειστικά στην Μακεδονία, όπου τα σπίτια που άφησαν πίσω οι μουσουλμάνοι, καθώς και η γόνιμη γη, καθιστούσε την εγκατάστασή τους πρακτική και ευοίωνη. Στην Τουρκία, οι εγκαταλελειμμένες εκτάσεις από το χριστιανικό πληθυσμό, είχαν προκαλέσει πολλές λεηλασίες από μετανάστες, πριν την μεγάλη εισροή των μεταναστών της ανταλλαγής των πληθυσμών. Σαν αποτέλεσμα, η εγκατάσταση προσφύγων στην Μικρά Ασία ήταν αρκετά δύσκολη, καθώς πολλά από τα σπίτια είχαν καταλειφθεί από εκτοπισμένα από τον πόλεμο άτομα πριν να προλάβει η κυβέρνηση να πραγματοποιήσει την επίσχεση των περιουσιών[20].

Πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις της ανταλλαγής Επεξεργασία

Πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες που έφυγαν από την Τουρκία για την Ελλάδα μετά τον πόλεμο του 1922, "άμεσα", "μερικώς" και μέσω διαφορετικών μηχανισμών, συνέβαλαν στην ενοποίηση της ελίτ υπό αυταρχικών καθεστώτων στην Τουρκία και την Ελλάδα. Στην Τουρκία, η αναχώρηση της ανεξάρτητης και οικονομικά ισχυρής ελίτ, για παράδειγμα του Ελληνορθόδοξου πληθυσμού, άφησε την ντόπια ελίτ χωρίς ανταγωνισμό. Μάλιστα, ο Τσαγλάρ Κεϊντέρ σημειώνει ότι «αυτό που υποδηλώνει αυτό το δραστικό μέτρο [η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών] είναι ότι κατά τα χρόνια του πολέμου η Τουρκία έχασε την …[περίπου το 90% της πριν τον πόλεμο] τάξη του εμπορίου, έτσι ώστε όταν ιδρύθηκε η Δημοκρατία, η γραφειοκρατία βρέθηκε χωρίς αντίπαλο». Οι ανερχόμενες τάξεις των επιχειρηματιών που στήριξαν το Ελεύθερο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα το 1930 δεν θα μπορούσαν να επιμηκύνουν τον μονοκομματισμό, όπως και έγινε, χωρίς αντίθεση. Η μετάβαση σε ένα πολυκομματικό σύστημα εξαρτιόταν από το σχηματισμό πιο ισχυρών οικονομικών ομάδων κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1940, ο οποίος σχηματισμός καταπνίγηκε από την έξοδο της ελληνικής μέσης και ανώτερης τάξης. Συνεπώς, αν οι Έλληνες ορθόδοξοι είχαν παραμείνει στην Τουρκία μετά το σχηματισμό του κράτους, θα αποτελούσαν μια τάξη έτοιμη να αμφισβητήσει την επιβολή μονοκομματισμού στην Τουρκία.

Στην Ελλάδα, αντίθετα από την Τουρκία, η άφιξη των προσφύγων έσπασε την κυριαρχία της μοναρχίας και των παλιών πολιτικών σε σχέση με τους Δημοκρατικούς. Στις εκλογές του 1920 οι περισσότεροι από τους νεοφερμένους υποστήριξαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τα χρόνια μετά τη Καταστροφή ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανάγκασε τους πολυάριθμους Μικρασιάτες πρόσφυγες, στην πλειοψηφία τους αγρότες, να εγκατασταθούν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να δεινοπαθήσουν. Αυτό το γεγονός εκτός άλλων έθεσε τα θεμέλια της ελληνικής αστυφιλίας, η οποία έγινε ιδιαίτερα έντονη κατά τα χρόνια του μεταπολέμου λόγω της καταστροφής της υπαίθρου. Επιβιώνει μάλιστα μέχρι και τις μέρες μας, μιας και ένα ασυνήθιστα μεγάλο ποσοστό του συνολικού Ελληνικού πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Η μεγάλη φτώχεια και η εξαθλίωση που βίωσαν οι πρόσφυγες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους αναγκάστηκαν να ενσωματωθούν στις κατώτερες εργατικές τάξεις, τους οδήγησε σταδιακά να μεταθέσουν τη στήριξή τους προς το Κομμουνιστικό Κόμμα συμβάλλοντας στην αυξανόμενη δύναμή του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι οι προσφυγικές συνοικίες της Ελλάδας τείνουν να είναι και πιο αριστερές. Ο πρωθυπουργός Μεταξάς αντέδρασε στους κουμουνιστές εγκαθιστώντας το 1936 με την υποστήριξη του βασιλιά απολυταρχικό καθεστώς. Με τους παραπάνω τρόπους, η ανταλλαγή του πληθυσμού επηρέασε τα πολιτικά καθεστώτα της Ελλάδας και της Τουρκίας την περίοδο του μεσοπολέμου[21].

Πολλοί μετανάστες πέθαναν από επιδημίες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και τις απάνθρωπες συνθήκες αναμονής για επιβίβαση σε πλοία. Η αναλογία θανάτων ήταν τέσσερεις φορές πιο υψηλός από την αναλογία γεννήσεων. Τα πρώτα χρόνια μετά την εγκατάστασή τους οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Τουρκία από την Ελλάδα ήταν ανεπαρκής στην οικονομική παραγωγή, καθώς είχαν φέρει μαζί τους μόνο τις αγροτικές γνώσεις της καλλιέργειας του καπνού. Αυτό προκάλεσε μεγάλες οικονομικές απώλειες για τη νέα Τουρκική Δημοκρατία στην Ανατολία. Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικοί πληθυσμοί που φύγανε προς την Ελλάδα ήταν εξειδικευμένοι εργάτες, οι οποίοι ασχολήθηκαν με το διεθνές εμπόριο και με επιχειρήσεις, κατά τις προηγούμενες διομολογήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[22].

Επιπτώσεις σε πληθυσμούς άλλων εθνοτήτων Επεξεργασία

Ενώ σύγχρονοι μελετητές ορίζουν την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών με βάση τη θρησκευτική ταυτότητα, η ανταλλαγή ήταν πολύ πιο περίπλοκη από αυτήν τη στενή οπτική. Όντως, η ανταλλαγή πληθυσμού που προέβλεπε η Σύμβαση της Ανταλλαγής στην διάσκεψη της Λοζάνης, ήταν βασισμένη στην εθνική ταυτότητα. Η ανταλλαγή καθιστούσε νομότυπα δυνατή και για την Τουρκία και για την Ελλάδα την εκκαθάριση των μειονοτικών πληθυσμών, για την δημιουργία εθνικών κρατών. Όμως, το θρήσκευμα επιλέχθηκε σαν νομιμοποιητικός παράγοντας, σαν «ασφαλές κριτήριο» στο να χαρακτηρίσει εθνικούς πληθυσμούς ως τουρκικούς ή ελληνικούς κατά την ανταλλαγή. Κατά συνέπεια, η ανταλλαγή όντως αντάλλαξε τον Ελληνορθόδοξο πληθυσμό της Μικράς Ασίας και τον Μουσουλμανικό πληθυσμό της Ελλάδας. Όμως, η ετερογενής σύνθεση αυτών των πρώην των οθομανών εδαφών, πολλές άλλες εθνικές ομάδες αντιτάχθηκαν κοινωνικά και νομικά εναντίον των όρων της συνθήκης και για χρόνια μετά την υπογραφή της. Μεταξύ αυτών ήταν Προτεστάντες και Καθολικοί Έλληνες, και Άραβες, Ρώσοι, Σέρβοι, και Ρουμάνοι Ορθόδοξου θρησκεύματος. Επίσης οι Αλβανόφωνοι, οι Βουλγαρόφωνοι, οι Ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας και της Ηπείρου, και οι Τουρκόφωνοι Ελληνορθόδοξοι.[23]

Εκτοπίσεις Επεξεργασία

Μετά την απόρριψη από το Τουρκικό Εθνικό Κίνημα, το οποίο είχε τη βάση του στην Άγκυρα, της Συνθήκης των Σεβρών που είχε υπογραφεί από την Οθωμανική κυβέρνηση, η οποία είχε τη βάση της στην Κωνσταντινούπολη, οργανώθηκε καινούρια διάσκεψη στη Λοζάνη της Ελβετίας, για να συνταχθεί η νέα Συνθήκη (η οποία επρόκειτο να είναι η Συνθήκη της Λοζάνης). Ενώ οι διαπραγματεύσεις βρισκόταν σε εξέλιξη υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923 η Σύμβαση για την ανταλλαγή μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας κατόπιν επιμονής των Βενιζέλου και Ατατούρκ.[24][25][26] Η Σύμβαση είχε αναδρομικό χαρακτήρα, περιλαμβάνοντας όλες τις μετακινήσεις πληθυσμών που έγιναν από την κήρυξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, δηλαδή από τις 18 Οκτωβρίου 1912 και μετά (άρθρο 3)[27].

Μέχρι την έναρξη ισχύος της Συνθήκης, 1 Μαΐου 1923, το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνορθόδοξου πληθυσμού που ζούσε στα παράλια της Τουρκίας στο Αιγαίο είχε ήδη τραπεί σε φυγή. Η ανταλλαγή περιελάμβανε τους υπόλοιπους Έλληνες της κεντρικής Ανατολίας (Ελληνόφωνους και Τουρκόφωνους), τον Πόντο και το Καρς, ένα σύνολο περίπου 189.916 ατόμων.[28] Από την άλλη, περιελάμβανε 354.647 Μουσουλμάνους[29].

 
Μουσουλμάνοι πρόσφυγες στην Τουρκία.

Η συμφωνία συνεπώς απλά «επικύρωσε» αυτό που ήδη είχε συμβεί στους τουρκικούς και ελληνικούς πληθυσμούς[30]. Από τους 1.300.000 Έλληνες που αφορούσε η ανταλλαγή, μόνο περίπου 150.000 εγκαταστάθηκαν με οργανωμένο τρόπο. Η πλειονότητα είχε ήδη τραπεί σε φυγή, ακολουθώντας την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, μετά την ήττα του στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1919-1922, ενώ άλλοι είχαν εγκαταλείψει την Τουρκία από τις ακτές τις Σμύρνης[31][32]. Η μονομερής μετανάστευση του ελληνικού πληθυσμού μεταμορφώθηκε σε ανταλλαγή πληθυσμών με διεθνείς εγγυήσεις[33]

Στην Ελλάδα η ανταλλαγή περιλήφθηκε στα γεγονότα που γενικά ονομάστηκαν Μικρασιατική καταστροφή. Σημαντικές μετακινήσεις προσφύγων είχαν πραγματοποιηθεί μετά τους Βαλκανικούς, τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και τον Τουρκικό Πόλεμο Ανεξαρτησίας. Αυτές περιελάμβαναν ανταλλαγές και απελάσεις περίπου 500.000 Μουσουλμάνων (κυρίως Ελληνόφωνων Μουσουλμάνων) από την Ελλάδα, και περίπου 1.500.000 Ελλήνων της Μικράς Ασίας, την τουρκική Ανατολική Θράκη και τις Ποντιακές Άλπεις στην βορειοανατολική Ανατολία, καθώς και τους υπόλοιπους Έλληνες του Καυκάσου από την πρώην ρωσική επαρχία του Καρς στον Νότιο Καύκασο, οι οποίοι δεν είχαν ήδη φύγει αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Σύμβαση επηρέασε ως εξής τους πληθυσμούς: σχεδόν όλοι οι Ελληνορθόδοξοι χριστιανοί της Μικράς Ασίας μαζί με Ελληνορθόδοξους πληθυσμούς από την κεντρική Ανατολία (Καππαδόκες), την περιοχή της Ιωνίας, τον Πόντο, την πρώην ρωσική επαρχία του Καρς, την Προύσα, την περιοχή της Βιθυνίας (π. χ. Νικομήδεια (Ιζμίτ), Χαλκηδόνα (Καντίκιοϊ)), την Ανατολική Θράκη και άλλες περιοχές, είτε απελάθηκαν είτε έχασαν επίσημα την ιθαγένειά τους από την τουρκική επικράτεια. Όλοι οι παραπάνω αριθμούσαν περίπου μισό εκατομμύριο και ήταν επιπλέον των Ελλήνων που είχαν απελαθεί πριν την υπογραφή της Σύμβασης. Περίπου 500.000 άτομα απελάθηκαν από την Ελλάδα, κυρίως Ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, καθώς και άλλοι όπως Τούρκοι, Μουσουλμάνοι Ρομά, Πομάκοι, Τσάμηδες, Βλαχομογλενίτες, και Ντονμέ.

Μέχρι τη Συνδιάσκεψη της Λοζάνης, ο ελληνικός πληθυσμός είχε ήδη εγκαταλείψει την Ανατολία, με εξαίρεση 200.000 Έλληνες που παρέμειναν μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την περιοχή[34] Από την άλλη, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ελλάδας, μη έχοντας αναμιχθεί στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο στην Ανατολία, είχε μείνει σχεδόν άθικτος[35].

Αντιμετώπιση από άλλες χώρες Επεξεργασία

Παρά το φόβο ορισμένων Γερμανών εθνικιστών ότι η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών θα αποτελούσε προηγούμενο για τη μεταχείριση γερμανικών μειονοτήτων σε κράτη της κεντρικής Ευρώπης, τα εθνικοσοσιαλιστικά κείμενα την επήνεσαν ως δραστική λύση του "μειονοτικού προβλήματος" που θα επέτρεψε την "εναρμόνιση" των πληθυσμών των δύο χωρών και την πρόληψη εμφάνισης προβλημάτων στο μέλλον. Ορισμένοι αναγνώριζαν ότι η συνθήκη απλώς επικύρωνε τη "λύση" του "μειονοτικού προβλήματος" που είχε προκύψει με τη φυγή του χριστιανικού, ελληνικού και αρμένικου, πληθυσμού ακολουθώντας τον υποχωρούντα ελληνικό στρατό. Ναζιστική δημοσίευση του 1925 πανηγύρισε για αυτή την πολιτική "σκούπας", η οποία "πέταξε το ελληνικό στοιχείο στη θάλασσα". Η πλειοψηφία των συγγραφέων του Γ' Ράιχ τονίζει ότι η διπλή εθνοκάθαρση (κατά Ελλήνων και Αρμενίων) ήταν προϋπόθεση για την επιτυχία της νέας Τουρκίας. Χαρακτηριστικό απόφθεγμα δημοσίευσης του ναζιστικού κόμματος:[36]

«Μόνο μέσω του αφανισμού των ελληνικών και αρμενικών φύλων της Μικράς Ασίας υπήρξε δυνατή η δημιουργία ενός τουρκικού εθνικού κράτους και ο σχηματισμός ενός ατόφιου τουρκικού κοινωνικού σώματος μέσα σε ένα κράτος».

Επίλογος Επεξεργασία

 
Δήλωσις Εκκαθαρίσεως Κινητής και Ακινήτου Περιουσίας κατά την ανταλλαγή ελληνοτουρκικών πληθυσμών (1923-1927) από την Γέννα προς την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης (16/12/1927).

Οι Τούρκοι και οι άλλοι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης είχαν εξαιρεθεί από την ανταλλαγή, όπως και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και Τενέδου.

Λόγω στοχευόμενων μέτρων καταπίεσης της Τουρκίας, όπως ο νόμος του 1932 που απαγόρευε Έλληνες πολίτες στην Τουρκία να ασκούν μια σειρά 30 τεχνών και επαγγελμάτων –από ράφτης και τσαγκάρης μέχρι την ιατρική, δικηγορία, και κτηματομεσιτική[37]– ο Ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, όπως και εκείνος της Ίμβρου και της Τενέδου, άρχισε να φθίνει, όπως είναι φανερό και από τα δημογραφικά στοιχεία

Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας των Ελλήνων που περιελάμβανε η ανταλλαγή, κατασχέθηκε από την Τουρκική κυβέρνηση ως «εγκαταλειμμένη» και συνεπώς ανήκουσα στο κράτος[38]. Οι ιδιοκτησίες δημεύτηκαν αυθαίρετα, με αποφάσεις δικαστηρίου να κυρήσσουν τους ιδιοκτήτες τους «φυγάδες»[39][40][41]. Παραπέρα, κτηματική περιουσία πολλών Ελλήνων κηρύχτηκε «αζήτητη» με συνέπεια την διεκδίκησή της από το κράτος[39]. Κατά συνέπεια, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας αυτής πουλήθηκε στην ονομαστική της αξία από την τουρκική κυβέρνηση[39]. Υποεπιτροπές οι οποίες λειτουργούσαν στα πλαίσια της Επιτροπής για Εγκαταλειμμένες περιουσίες είχαν αναλάβει το έργο της ταυτοποίησης των ατόμων προς ανταλλαγή, προκειμένου να συνεχίσουν το έργο της πώλησης των ιδιοκτησιών[39].

Ο κεφαλικός φόρος του Βαρλίκ Βεργκισί που επιβλήθηκε το 1942 σε μη-μουσουλμάνους στην Τουρκία, επίσης συνέβαλε στην μείωση του οικονομικού δυναμικού των επαγγελματιών ελληνικής καταγωγής στην Τουρκία. Παραπέρα, στοχευόμενα βίαια επεισόδια κατά της ελληνικής κοινότητας, όπως τα Σεπτεμβριανά του 1955, επιτάχυναν την μετανάστευση των Ελλήνων, μειώνοντας την ισχυρή ελληνική μειονότητα των 200.000 ατόμων το 1924, σε μόλις πάνω από 2.500 άτομα το 2006[42]. Ο ιστορικός Alfred-Maurice de Zayas αντιμετωπίζει τα Σεπτεμβριανά ως πολύ σοβαρό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, και δηλώνει ότι οι ελληνικές απώλειες σε ζωές και κυρίως η φυγή και μεγάλη μετανάστευση μετά το πογκρόμ αντιστοιχεί στο κριτήριο της "πρόθεσης για καταστροφή ολικής ή μερικής" της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας[43].

Σε αντίθεση με τη μεταχείριση της ελληνικής μειονότητας της Τουρκίας, η τουρκική κοινότητα της Δυτικής Θράκης αυξήθηκε σε πάνω από 140.000[44].

Ο πληθυσμός της Κρήτης άλλαξε επίσης σημαντικά. Ελληνόφωνοι και Τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Κρήτης (Τουρκοκρήτες), μετακινήθηκαν κυρίως στην ακτή της Ανατολίας, αλλά επίσης και στην Συρία, Λίβανο και Αίγυπτο. Κάποιοι από αυτούς αυτό-προσδιορίζονται έως και σήμερα ως ελληνικής εθνικής καταγωγής[εκκρεμεί παραπομπή]. Αντίστοιχα, Έλληνες από την Μικρά Ασία, κυρίως από την Σμύρνη, έφτασαν στην Κρήτη, φέρνοντας μαζί τους χαρακτηριστικές διαλέκτους, έθιμα και μαγειρική.

Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Μπρους Κλαρκ οι ηγέτες και της Ελλάδας και της Τουρκίας, καθώς και κάποιοι κύκλοι της διεθνούς κοινότητας, είδαν την εθνική ομογενοποίηση των κρατών τους θετικά, καθώς ενίσχυσε την εθνική-κρατική υπόσταση των δύο κρατών[45].

Ταυτόχρονα, οι εξαναγκαστικές απελάσεις έχουν προφανείς αρνητικές συνέπειες: κοινωνικές, όπως το να εκτοπίζεσαι από την εστία σου, αλλά και πρακτικές, όπως την εγκατάλειψη μιας ευημερούσας οικογενειακής επιχείρησης. Οι χώρες αντιμετώπισαν επίσης και άλλες δυσκολίες: για παράδειγμα, ακόμα και δεκαετίες μετά μπορούσε να παρατηρήσει κανείς στην Αθήνα πρόχειρα οικοδομημένα μέρη που είχαν σκοπό να υποδεχτούν τον πληθυσμό από τη Μικρά Ασία. Επίσης μέχρι και σήμερα η Ελλάδα και η Τουρκία κατέχουν ακόμα ιδιοκτησίες, ακόμα και ολόκληρα χωριά όπως το Καγιάκιοϊ, οι οποίες έχουν μείνει εγκαταλελειμμένες από την εποχή της ανταλλαγής.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Giuseppe Motta (2013). Less than Nations: Central-Eastern European Minorities after WWI. 1. Cambridge Scholars Publishing. σελ. 365. ISBN 9781443854610. 
  2. Kritikos, Giorgos (1999). «Motives for compulsory population exchange in the aftermath of the Greek-Turkish War: (1922-1923)» (στα αγγλικά). Bulletin of the Centre for Asia Minor Studies 13 (13): 212. doi:10.12681/deltiokms.147. ISSN 2459-2579. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/deltiokms/article/view/2528. «Actually, Kemal had stated previously (16 March 1922) that "the Ankara Government was strongly in favour of the idea of that an exchange of populations take place between the Greeks in Asia Minor and the Muslims in Greece".». 
  3. Bourne, Kenneth· Cameron Watt, Donald, επιμ. (1985). British Documents on Foreign Affairs: Reports and Papers from the Foreign Office Confidential Print, Part II: From the First to the Second World War, Series B, Turkey, Iran, and the Middle East, 1918-1939 (στα Αγγλικά). 3, The Turkish Revival 1921-1923. University Publications of America. σελίδες 657–660. ISBN 978-0-89093-603-0. "Yussuf Kemal Bey had remarked at the previous meeting (16 March 1922), where speaking of the fundamental principles of peace, that Lord Curzon had dwelt upon the safeguarding of minorities". He also noted that "the Ankara Government was strongly in favour of a solution that would satisfy world opinion and ensure tranquillity in its own country. It was ready to accept the idea of an exchange of populations between the Greeks in Asia Minor and the Muslims in Greece". In reply to this proposal, Lord Curzon noted that "no doubt something was possible in this direction but it was not a complete solution. The population in Asia Minor was somewhere near half a million. For physical reasons such a large number could not be entirely transported and for agricultural and commercial reasons many of them would be unwilling to go". 
  4. Shields, Sarah (2013). «The Greek-Turkish Population Exchange: Internationally Administered Ethnic Cleansing». Middle East Report (267): 2–6. 
  5. Howland, Charles P. (1926). «Greece and Her Refugees». Foreign Affairs 4 (4): 613–623. doi:10.2307/20028488. https://www.foreignaffairs.com/articles/greece/1926-07-01/greece-and-her-refugees. 
  6. Naimark, Norman M (2002), Fires of Hatred: Ethnic Cleansing in Twentieth-Century Europe, Harvard University Press. p. 47.
  7. Dinah, Shelton. Encyclopaedia of Genocide and Crimes Against Humanity, p. 303.
  8. Mariana, Correia· Letizia, Dipasquale· Saverio, Mecca (2014). VERSUS: Heritage for Tomorrow (στα Αγγλικά). Firenze University Press. σελ. 69. ISBN 9788866557418. 
  9. Bilgehan, Zeynep (13 March 2019). «Roma people tell of ancestors' 1923 'population exchange' stories» (στα αγγλικά). https://www.hurriyetdailynews.com/roma-people-tell-of-ancestors-1923-population-exchange-stories-141853. Ανακτήθηκε στις 9 May 2022. 
  10. Dawkins, R.M. 1916. Modern Greek in Asia Minor. A study of dialect of Silly, Cappadocia and Pharasa. Cambridge: Cambridge University Press.
  11. Ryan Gingeras. (2009). Sorrowful Shores: Violence, Ethnicity, and the end of the Ottoman Empire, 1912-1923. Oxford Scholarship. doi:10.1093/acprof:oso/9780199561520.001.0001. 
  12. 12,0 12,1 Ryan Gingeras. (2009). Sorrowful Shores: Violence, Ethnicity, and the end of the Ottoman Empire, 1912-1923. Oxford Scholarship. doi:10.1093/acprof:oso/9780199561520.001.0001. 
  13. Karakasidou, Anastasia N. (1997). Fields of Wheat, Hills of Blood: Passages to Nationhood in Greek Macedonia 1870-1990. University of Chicago Press. 
  14. Keyder, Caglar.. (1987). State & Class in Turkey: A Study in Capitalist Development. Verso. 
  15. 15,0 15,1 UMUT Ο ̈ ZSU (2011). Fabricating Fidelity: Nation-Building, International Law, and the Greek–Turkish Population Exchange. Leiden Journal of International Law,. σελίδες 823–847. doi:10.1017/S0922156511000392. 
  16. Mustafa Suphi Erden (2004). The exchange of Greek and Turkish populations in the 1920s and its socio-economic impacts on life in Anatolia. Journal of Crime, Law & Social ChangeInternational Law,. σελίδες 261–282. 
  17. Naimark, Norman M (2002), Fires of Hatred: Ethnic Cleansing in Twentieth-Century Europe, Harvard University Press. p. 47.
  18. Dinah, Shelton. Encyclopaedia of Genocide and Crimes Against Humanity, p. 303.
  19. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2014. 
  20. Dimitri Pentzopoulos (1962). The Balkan Exchange of Minorities and its Impact on Greece. Hurst & Company. σελίδες 51–110. 
  21. Yaprak Giirsoy (2008). THE EFFECTS OF THE POPULATION EXCHANGE ON THE GREEK AND TURKISH POLITICAL REGIMES IN THE 1930S. East European Quarterly. σελίδες 95–122. 
  22. MUSTAFA SUPHi ERDEN (2004). The exchange of Greek and Turkish populations in the 1920s and its socio-economic impacts on life in Anatolia. Journal of Crime, Law, and Social Change. σελίδες 261–282. 
  23. BI ̇RAY KOLLUOG ̆LU. (2013). Excesses of nationalism: Greco-Turkish population exchange. Journal of the Association for the Study of Ethnicity and nationalism. σελίδες 532–550. doi:10.1111/nana.12028. 
  24. Gilbar, Gad G. (1997). Population Dilemmas in the Middle East: Essays in Political Demography and Economy. London: F. Cass. ISBN 0-7146-4706-3. 
  25. Kantowicz, Edward R. (1999). The rage of nations. Grand Rapids, Mich: Eerdmans. σελίδες 190–192. ISBN 0-8028-4455-3. 
  26. Crossing the Aegean: The Consequences of the 1923 Greek-Turkish Population Exchange (Studies in Forced Migration). Providence: Berghahn Books. 2003. σελ. 29. ISBN 1-57181-562-7. 
  27. Text of the population exchange convention
  28. Matthew J. Gibney, Randall Hansen. (2005). Immigration and Asylum: from 1900 to the Present, Volume 3. ABC-CLIO. σελ. 377. ISBN 1-57607-796-9. Ο συνολικός αριθμός των χριστιανών που τράπηκαν σε φυγή για την Ελλάδα ήταν περίπου 1,2 εκατομμύρια, με τον κύριο όγκο φυγής το 1922 πριν την υπογραφή της Σύμβασης. Σύμφωνα με επίσημα αρχεία της Μικτής Επιτροπής που συστάθηκε για να επιβλέψει τις ανταλλαγές, οι "Έλληνες" που μεταφέρθηκαν μετά το 1923 ήταν 189.916 και οι Μουσουλμάνοι που απελάθηκαν στην Τουρκία ήταν 355.635 [Ladas I932, 438-439; Αλλά χρησιμοποιώντας την ίδια πηγή ο Eddy 1931, 201 δηλώνει ότι η μετά το 1923 ανταλλαγές περιελάμβαναν 192.356 Έλληνες και 354.647 Μουσουλμάνους.] 
  29. Renée Hirschon. (2003). Crossing the Aegean: an Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange between Greece and Turkey. Berghahn Books. σελ. 85. ISBN 1-57181-562-7. 
  30. Τσιτσελίκης, Κωνσταντίνος (2006). Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Οψεις μιας εθνικής σύγκρουσης. Αθηνα: Κριτική/ΚΕΜΟ. 
  31. Sofos, Spyros A.· Özkirimli, Umut (2008). Tormented by History: Nationalism in Greece and Turkey. C Hurst & Co Publishers Ltd. σελίδες 116–117. ISBN 1-85065-899-4. 
  32. Hershlag, Zvi Yehuda (1997). Introduction to the Modern Economic History of the Middle East. Brill Academic Pub. σελ. 177. ISBN 90-04-06061-8. 
  33. Yosef Kats (1998). Partner to Partition: the Jewish Agency's Partition Plan in the Mandate Era. Routledge. σελ. 88. ISBN 0-7146-4846-9. 
  34. Koliopoulos, John S.· Veremis, Thanos M. (2010). Modern Greece a history since 1821. Chichester, U.K.: Wiley-Blackwell. σελ. 94. ISBN 9781444314830. 
  35. Pentzopoulos, Dimitri (2002). The Balkan exchange of minorities and its impact on Greece ([2. impr.]. έκδοση). London: Hurst. σελ. 68. ISBN 9781850657026. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2013. At the time of the Lausanne Conference, there were still about 200,000 Greeks remaining in Anatolia ; the Moslem population of Greece, not having been subjected to the turmoil of the Asia Minor campaign, was naturally almost intact. These were the people who, properly speaking, had to be exchanged. 
  36. Ihrig, Stefan (2014). Atatürk in the Nazi Imagination. Κέημπριτζ, ΜΑ / Λονδίνο: Belknap Press of the Harvard University Press. σελίδες 183–184. : "The minority problem in Anatolia was solved in a very simple fashion... “Only through the annihilation of the Greek and the Armenian tribes in Anatolia was the creation of a Turkish national state and the formation of an unflawed Turkish body of society within one state possible.”
  37. Vryonis, Speros (2005). The Mechanism of Catastrophe: The Turkish Pogrom of September 6–7, 1955, and the Destruction of the Greek Community of Istanbul . New York: Greekworks.com, Inc. ISBN 0-974-76603-8. 
  38. Tsouloufis, Angelos (1989). «The exchange of Greek and Turkish populations and the financial estimation of abandoned properties on either side». Enosi Smyrnaion 1 (100). 
  39. 39,0 39,1 39,2 39,3 Lekka, Anastasia (Winter 2007). «Legislative Provisions of the Ottoman/Turkish Governments Regarding Minorities and Their Properties». Mediterranean Quarterly 18 (1): 135–154. ISSN 10474552. 
  40. Metin Herer, “Turkey: The Political System Yesterday, Today, and Tomorrow,” in Contemporary Turkey: Society, Economy, External Policy, ed. Thanos Veremis and Thanos Dokos (Athens: Papazisi/ELIAMEP, 2002), 17 – 9.
  41. Yildirim, Onur (2013). Diplomacy and Displacement: Reconsidering the Turco-Greek Exchange of Populations, 1922–1934. Taylor & Francis. σελ. 317. ISBN 1136600094. 
  42. According to the Human Rights Watch the Greek population in Turkey is estimated at 2,500 in 2006. "From 'Denying Human Rights and Ethnic Identity' series of Human Rights Watch" [νεκρός σύνδεσμος] Human Rights Watch, 2 July 2006. Archived copy.
  43. Alfred de Zayas publication about the Istanbul Pogrom" http://projusticia.net/document/istambul_pogrom1.pdf Αρχειοθετήθηκε 2020-09-15 στο Wayback Machine.
  44. US Department of State - Religious Freedom, Greece http://www.state.gov/j/drl/rls/irf/2006/71383.htm
  45. Clark, Bruce (2006). Twice A Stranger: How Mass Expulsion Forged Modern Greece and Turkey. Granta. ISBN 1-86207-752-5.